στιγματίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στιγματίζομαι • (stigmatízomai) passive (past στιγματίστηκα, active στιγματίζω)
- passive of στιγματίζω (stigmatízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form