στην άκρη της γλώσσας
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French sur le bout de la langue.
Pronunciation
[edit]Prepositional phrase
[edit]στην άκρη της γλώσσας • (stin ákri tis glóssas)
- Used other than figuratively or idiomatically: see στην (stin), άκρη (ákri), της (tis), γλώσσας (glóssas).
- Δεν γεύομαι στην άκρη της γλώσσας για κάποιο λόγο.
- Den gévomai stin ákri tis glóssas gia kápoio lógo.
- I can't taste on the tip of my tongue for some reason.
- (idiomatic) on the tip of one's tongue (known but not quite remembered)
- Έχω τ' όνομά της στην άκρη της γλώσσας αλλά δε μου έρχεται.
- Écho t' ónomá tis stin ákri tis glóssas allá de mou érchetai.
- I have her name on the tip of my tongue but it won't come to me.