Jump to content

στην άκρη της γλώσσας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French sur le bout de la langue.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /stin ˈakri tiz ˈɣlosas/
  • Hyphenation: στην ά‧κρη της γλώσ‧σας

Prepositional phrase

[edit]

στην άκρη της γλώσσας (stin ákri tis glóssas)

  1. Used other than figuratively or idiomatically: see στην (stin),‎ άκρη (ákri),‎ της (tis),‎ γλώσσας (glóssas).
    Δεν γεύομαι στην άκρη της γλώσσας για κάποιο λόγο.
    Den gévomai stin ákri tis glóssas gia kápoio lógo.
    I can't taste on the tip of my tongue for some reason.
  2. (idiomatic) on the tip of one's tongue (known but not quite remembered)
    Έχω τ' όνομά της στην άκρη της γλώσσας αλλά δε μου έρχεται.
    Écho t' ónomá tis stin ákri tis glóssas allá de mou érchetai.
    I have her name on the tip of my tongue but it won't come to me.