Jump to content

στενογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στενογράφος (stenográfosm or f (plural στενογράφοι)

  1. (UK) shorthand typist
  2. (US) stenographer

Declension

[edit]
singular plural
nominative στενογράφος (stenográfos) στενογράφοι (stenográfoi)
genitive στενογράφου (stenográfou) στενογράφων (stenográfon)
accusative στενογράφο (stenográfo) στενογράφους (stenográfous)
vocative στενογράφε (stenográfe) στενογράφοι (stenográfoi)