στεγαστικό δάνειο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στεγαστικό δάνειο • (stegastikó dáneio) n (plural στεγαστικά δάνεια)
Declension
[edit]- see: στεγαστικός (stegastikós) and δάνειο (dáneio)
στεγαστικό δάνειο • (stegastikó dáneio) n (plural στεγαστικά δάνεια)