Jump to content

στεγαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στεγαστικός (stegastikósm (feminine στεγαστική, neuter στεγαστικό)

  1. housing

Declension

[edit]
Declension of στεγαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στεγαστικός (stegastikós) στεγαστική (stegastikí) στεγαστικό (stegastikó) στεγαστικοί (stegastikoí) στεγαστικές (stegastikés) στεγαστικά (stegastiká)
genitive στεγαστικού (stegastikoú) στεγαστικής (stegastikís) στεγαστικού (stegastikoú) στεγαστικών (stegastikón) στεγαστικών (stegastikón) στεγαστικών (stegastikón)
accusative στεγαστικό (stegastikó) στεγαστική (stegastikí) στεγαστικό (stegastikó) στεγαστικούς (stegastikoús) στεγαστικές (stegastikés) στεγαστικά (stegastiká)
vocative στεγαστικέ (stegastiké) στεγαστική (stegastikí) στεγαστικό (stegastikó) στεγαστικοί (stegastikoí) στεγαστικές (stegastikés) στεγαστικά (stegastiká)
[edit]