σταφιδόψωμο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From σταφίδ(α) (stafíd(a), “raisin”) + -ό- (“interfix”) + -ψωμο (-psomo, “bread”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σταφιδόψωμο • (stafidópsomo) n (plural σταφιδόψωμα)
- raisin bread, stafidopsomo
- Hypernym: ψωμί (psomí)
Declension
[edit]Declension of σταφιδόψωμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταφιδόψωμο • | σταφιδόψωμα • |
genitive | σταφιδόψωμου • | σταφιδόψωμων • |
accusative | σταφιδόψωμο • | σταφιδόψωμα • |
vocative | σταφιδόψωμο • | σταφιδόψωμα • |
Derived terms
[edit]- Ατομικό μοντέλο του σταφιδόψωμου (plum pudding model) (physics: of the atom)