Jump to content

σταθεροποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταθεροποίηση (statheropoíisif (plural σταθεροποιήσεις)

  1. stabilisation (UK), stabilization (US)
    Antonym: αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σταθεροποίηση (statheropoíisi) σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis)
genitive σταθεροποίησης (statheropoíisis) σταθεροποιήσεων (statheropoiíseon)
accusative σταθεροποίηση (statheropoíisi) σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis)
vocative σταθεροποίηση (statheropoíisi) σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis)

Older or formal genitive singular: σταθεροποιήσεως (statheropoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]