Jump to content

αποσταθεροποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisif (plural αποσταθεροποιήσεις)

  1. destabilisation (UK), destabilization (US)
    Antonym: σταθεροποίηση (statheropoíisi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis)
genitive αποσταθεροποίησης (apostatheropoíisis) αποσταθεροποιήσεων (apostatheropoiíseon)
accusative αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis)
vocative αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis)

Older or formal genitive singular: αποσταθεροποιήσεως (apostatheropoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]