αποσταθεροποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποσταθεροποίηση • (apostatheropoíisi) f (plural αποσταθεροποιήσεις)
- destabilisation (UK), destabilization (US)
- Antonym: σταθεροποίηση (statheropoíisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
genitive | αποσταθεροποίησης (apostatheropoíisis) | αποσταθεροποιήσεων (apostatheropoiíseon) |
accusative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
vocative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αποσταθεροποιήσεως (apostatheropoiíseos)
Related terms
[edit]- see: αποστατώ (apostató, “to defect”)
Further reading
[edit]- αποσταθεροποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language