σταδιακός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from Ancient Greek στάδιον (stádion) + -ακός (-akós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]σταδιακός • (stadiakós) m (feminine σταδιακή, neuter σταδιακό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σταδιακός (stadiakós) | σταδιακή (stadiakí) | σταδιακό (stadiakó) | σταδιακοί (stadiakoí) | σταδιακές (stadiakés) | σταδιακά (stadiaká) | |
genitive | σταδιακού (stadiakoú) | σταδιακής (stadiakís) | σταδιακού (stadiakoú) | σταδιακών (stadiakón) | σταδιακών (stadiakón) | σταδιακών (stadiakón) | |
accusative | σταδιακό (stadiakó) | σταδιακή (stadiakí) | σταδιακό (stadiakó) | σταδιακούς (stadiakoús) | σταδιακές (stadiakés) | σταδιακά (stadiaká) | |
vocative | σταδιακέ (stadiaké) | σταδιακή (stadiakí) | σταδιακό (stadiakó) | σταδιακοί (stadiakoí) | σταδιακές (stadiakés) | σταδιακά (stadiaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σταδιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σταδιακός, etc.)
Derived terms
[edit]- σταδιακά (stadiaká)
References
[edit]- ^ σταδιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language