Jump to content

σταγονίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταγονίδιο (stagonídion (plural σταγονίδια)

  1. diminutive of σταγόνα (stagóna), droplet

Declension

[edit]
Declension of σταγονίδιο
singular plural
nominative σταγονίδιο (stagonídio) σταγονίδια (stagonídia)
genitive σταγονιδίου (stagonidíou)
σταγονίδιου (stagonídiou)
σταγονιδίων (stagonidíon)
accusative σταγονίδιο (stagonídio) σταγονίδια (stagonídia)
vocative σταγονίδιο (stagonídio) σταγονίδια (stagonídia)