σταγονίδιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σταγονίδιο • (stagonídio) n (plural σταγονίδια)
- diminutive of σταγόνα (stagóna), droplet
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταγονίδιο (stagonídio) | σταγονίδια (stagonídia) |
genitive | σταγονιδίου (stagonidíou) σταγονίδιου (stagonídiou) |
σταγονιδίων (stagonidíon) |
accusative | σταγονίδιο (stagonídio) | σταγονίδια (stagonídia) |
vocative | σταγονίδιο (stagonídio) | σταγονίδια (stagonídia) |