Jump to content

στάθμευση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στάθμευση (státhmefsif (plural σταθμεύσεις)

  1. (automotive) parking

Declension

[edit]
Declension of στάθμευση
singular plural
nominative στάθμευση (státhmefsi) σταθμεύσεις (stathméfseis)
genitive στάθμευσης (státhmefsis) σταθμεύσεων (stathméfseon)
accusative στάθμευση (státhmefsi) σταθμεύσεις (stathméfseis)
vocative στάθμευση (státhmefsi) σταθμεύσεις (stathméfseis)

Older or formal genitive singular: σταθμεύσεως (stathméfseos)

[edit]

Further reading

[edit]