στάθμευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στάθμευση • (státhmefsi) f (plural σταθμεύσεις)
Declension
[edit]Declension of στάθμευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | στάθμευση • | σταθμεύσεις • | |
genitive | στάθμευσης • | σταθμεύσεων • | |
accusative | στάθμευση • | σταθμεύσεις • | |
vocative | στάθμευση • | σταθμεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: σταθμεύσεως • |
Related terms
[edit]- σταθμεύω (stathmévo, “to stop, to park”)
- and see: σταθμός m (stathmós, “station, terminus, etc”)
Further reading
[edit]- στάθμευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el