Jump to content

σπειροειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σπειροειδής (speiroeidísm (feminine σπειροειδής, neuter σπειροειδές)

  1. spiral, coiled (in that form)

Declension

[edit]
Declension of σπειροειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπειροειδής (speiroeidís) σπειροειδής (speiroeidís) σπειροειδές (speiroeidés) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδή (speiroeidí)
genitive σπειροειδούς (speiroeidoús)
σπειροειδή (speiroeidí)
σπειροειδούς (speiroeidoús) σπειροειδούς (speiroeidoús) σπειροειδών (speiroeidón) σπειροειδών (speiroeidón) σπειροειδών (speiroeidón)
accusative σπειροειδή (speiroeidí) σπειροειδή (speiroeidí) σπειροειδές (speiroeidés) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδή (speiroeidí)
vocative σπειροειδή (speiroeidí)
σπειροειδής (speiroeidís)
σπειροειδής (speiroeidís) σπειροειδές (speiroeidés) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδείς (speiroeideís) σπειροειδή (speiroeidí)
[edit]