σπειροειδές κλιμακοστάσιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σπειροειδές κλιμακοστάσιο • (speiroeidés klimakostásio) n (plural σπειροειδή κλιμακοστάσιά)
σπειροειδές κλιμακοστάσιο • (speiroeidés klimakostásio) n (plural σπειροειδή κλιμακοστάσιά)