Jump to content

σπαρτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σπαρτός (spartósm (feminine σπαρτή, neuter άσπαρτό)

  1. (agriculture) seeded, sown (of land or seed)
    Antonym: άσπαρτος (áspartos)

Declension

[edit]
Declension of σπαρτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπαρτός (spartós) σπαρτή (spartí) σπαρτό (spartó) σπαρτοί (spartoí) σπαρτές (spartés) σπαρτά (spartá)
genitive σπαρτού (spartoú) σπαρτής (spartís) σπαρτού (spartoú) σπαρτών (spartón) σπαρτών (spartón) σπαρτών (spartón)
accusative σπαρτό (spartó) σπαρτή (spartí) σπαρτό (spartó) σπαρτούς (spartoús) σπαρτές (spartés) σπαρτά (spartá)
vocative σπαρτέ (sparté) σπαρτή (spartí) σπαρτό (spartó) σπαρτοί (spartoí) σπαρτές (spartés) σπαρτά (spartá)

Further reading

[edit]