Jump to content

άσπαρτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άσπαρτος (áspartosm (feminine άσπαρτη, neuter άσπαρτο)

  1. (agriculture) unseeded, unsown (of land or seed)
    Antonym: σπαρτός (spartós)
  2. (agriculture) uncultivated (land)

Declension

[edit]
Declension of άσπαρτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσπαρτος (áspartos) άσπαρτη (ásparti) άσπαρτο (ásparto) άσπαρτοι (áspartoi) άσπαρτες (áspartes) άσπαρτα (ásparta)
genitive άσπαρτου (áspartou) άσπαρτης (áspartis) άσπαρτου (áspartou) άσπαρτων (ásparton) άσπαρτων (ásparton) άσπαρτων (ásparton)
accusative άσπαρτο (ásparto) άσπαρτη (ásparti) άσπαρτο (ásparto) άσπαρτους (áspartous) άσπαρτες (áspartes) άσπαρτα (ásparta)
vocative άσπαρτε (ásparte) άσπαρτη (ásparti) άσπαρτο (ásparto) άσπαρτοι (áspartoi) άσπαρτες (áspartes) άσπαρτα (ásparta)

Further reading

[edit]