άσπαρτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άσπαρτος • (áspartos) m (feminine άσπαρτη, neuter άσπαρτο)
- (agriculture) unseeded, unsown (of land or seed)
- Antonym: σπαρτός (spartós)
- (agriculture) uncultivated (land)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσπαρτος (áspartos) | άσπαρτη (ásparti) | άσπαρτο (ásparto) | άσπαρτοι (áspartoi) | άσπαρτες (áspartes) | άσπαρτα (ásparta) | |
genitive | άσπαρτου (áspartou) | άσπαρτης (áspartis) | άσπαρτου (áspartou) | άσπαρτων (ásparton) | άσπαρτων (ásparton) | άσπαρτων (ásparton) | |
accusative | άσπαρτο (ásparto) | άσπαρτη (ásparti) | άσπαρτο (ásparto) | άσπαρτους (áspartous) | άσπαρτες (áspartes) | άσπαρτα (ásparta) | |
vocative | άσπαρτε (ásparte) | άσπαρτη (ásparti) | άσπαρτο (ásparto) | άσπαρτοι (áspartoi) | άσπαρτες (áspartes) | άσπαρτα (ásparta) |
Further reading
[edit]- άσπαρτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language