Jump to content

σμαράγδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek σμαράγδι(ν) (smarágdi(n)), from Koine Greek σμαράγδιον (smarágdion), diminutive of Ancient Greek σμάραγδος (smáragdos), of Semitic origin.

Noun

[edit]

σμαράγδι (smarágdin (plural σμαράγδια)

  1. emerald

Declension

[edit]
Declension of σμαράγδι
singular plural
nominative σμαράγδι (smarágdi) σμαράγδια (smarágdia)
genitive σμαραγδιού (smaragdioú) σμαραγδιών (smaragdión)
accusative σμαράγδι (smarágdi) σμαράγδια (smarágdia)
vocative σμαράγδι (smarágdi) σμαράγδια (smarágdia)

Further reading

[edit]