σκυλολόι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]σκυλο- (skylo-, “dog”) + λέγω (légo, “to collect, to gather”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σκυλολόι • (skylolói) n (plural σκυλολόγια)
- (colloquial, literally) pack of dogs (usually stray)
- Πάλι ήρθε αυτό το σκυλολόι και τριγυρίζει στο πάρκο.
- Páli írthe aftó to skylolói kai trigyrízei sto párko.
- That pack of dogs is back again and is wandering around the park.
- (colloquial, derogatory, figuratively) mob, rabble (group of loud and usually rowdy people)
- Μετά το ματς, ξεχύθηκαν στο δρόμο όλα τα σκυλολόγια.
- Metá to mats, xechýthikan sto drómo óla ta skylológia.
- After the match, the mobs rushed out into the street.
Declension
[edit]Declension of σκυλολόι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκυλολόι • | σκυλολόγια • |
genitive | σκυλολογιού • | σκυλολογιών • |
accusative | σκυλολόι • | σκυλολόγια • |
vocative | σκυλολόι • | σκυλολόγια • |
Synonyms
[edit]- όχλος m (óchlos, “mob”)