Jump to content

σκεφτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σκεφτικός (skeftikósm (feminine σκεφτική, neuter σκεφτικό)

  1. Alternative form of σκεπτικός (skeptikós)

Declension

[edit]
Declension of σκεφτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκεφτικός (skeftikós) σκεφτική (skeftikí) σκεφτικό (skeftikó) σκεφτικοί (skeftikoí) σκεφτικές (skeftikés) σκεφτικά (skeftiká)
genitive σκεφτικού (skeftikoú) σκεφτικής (skeftikís) σκεφτικού (skeftikoú) σκεφτικών (skeftikón) σκεφτικών (skeftikón) σκεφτικών (skeftikón)
accusative σκεφτικό (skeftikó) σκεφτική (skeftikí) σκεφτικό (skeftikó) σκεφτικούς (skeftikoús) σκεφτικές (skeftikés) σκεφτικά (skeftiká)
vocative σκεφτικέ (skeftiké) σκεφτική (skeftikí) σκεφτικό (skeftikó) σκεφτικοί (skeftikoí) σκεφτικές (skeftikés) σκεφτικά (skeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκεφτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκεφτικός, etc.)