Jump to content

σκατουλίτσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

σκατουλίτσα (skatoulítsaf (plural σκατουλίτσες)

  1. (vulgar, colloquial) diminutive of σκατό (skató)

Declension

[edit]
Declension of σκατουλίτσα
singular plural
nominative σκατουλίτσα (skatoulítsa) σκατουλίτσες (skatoulítses)
genitive σκατουλίτσας (skatoulítsas) -
accusative σκατουλίτσα (skatoulítsa) σκατουλίτσες (skatoulítses)
vocative σκατουλίτσα (skatoulítsa) σκατουλίτσες (skatoulítses)