σκατουλίτσες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σκατουλίτσες • (skatoulítses) f
- nominative plural of σκατουλίτσα (skatoulítsa)
- accusative plural of σκατουλίτσα (skatoulítsa)
- vocative plural of σκατουλίτσα (skatoulítsa)
σκατουλίτσες • (skatoulítses) f