Jump to content

σκατουλής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σκατό (skató).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /skatuˈlis/
  • Hyphenation: σκα‧του‧λής

Adjective

[edit]

σκατουλής (skatoulísm (feminine σκατουλιά, neuter σκατουλί)

  1. (vulgar, colloquial) shit-brown, shit-coloured (brown like faeces)
    Γιατί φοράς αυτό το σκατουλί πουκάμισο;
    Giatí forás aftó to skatoulí poukámiso?
    Why are you wearing that shit-coloured shirt?

Declension

[edit]
Declension of σκατουλής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκατουλής (skatoulís) σκατουλιά (skatouliá) σκατουλί (skatoulí) σκατουλιοί (skatoulioí) σκατουλιές (skatouliés) σκατουλιά (skatouliá)
genitive σκατουλή (skatoulí)
σκατουλιού (skatoulioú)
σκατουλιάς (skatouliás) σκατουλιού (skatoulioú) σκατουλιών (skatoulión) σκατουλιών (skatoulión) σκατουλιών (skatoulión)
accusative σκατουλή (skatoulí) σκατουλιά (skatouliá) σκατουλί (skatoulí) σκατουλιούς (skatoulioús) σκατουλιές (skatouliés) σκατουλιά (skatouliá)
vocative σκατουλή (skatoulí) σκατουλιά (skatouliá) σκατουλί (skatoulí) σκατουλιοί (skatoulioí) σκατουλιές (skatouliés) σκατουλιά (skatouliá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκατουλής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκατουλής, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]