Jump to content

σκατής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σκατό (skató).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /skaˈtis/
  • Hyphenation: σκα‧τής

Adjective

[edit]

σκατής (skatísm (feminine σκατιά, neuter σκατί)

  1. (vulgar, colloquial) shit-brown, shit-coloured (brown like faeces)
    Είναι πολύ άσχημη αυτή η σκατιά γραβάτα που φοράει.
    Eínai polý áschimi aftí i skatiá graváta pou foráei.
    That shit-brown tie he's wearing is very ugly.

Declension

[edit]
Declension of σκατής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκατής (skatís) σκατιά (skatiá) σκατί (skatí) σκατιοί (skatioí) σκατιές (skatiés) σκατιά (skatiá)
genitive σκατή (skatí)
σκατιού (skatioú)
σκατιάς (skatiás) σκατιού (skatioú) σκατιών (skatión) σκατιών (skatión) σκατιών (skatión)
accusative σκατή (skatí) σκατιά (skatiá) σκατί (skatí) σκατιούς (skatioús) σκατιές (skatiés) σκατιά (skatiá)
vocative σκατή (skatí) σκατιά (skatiá) σκατί (skatí) σκατιοί (skatioí) σκατιές (skatiés) σκατιά (skatiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκατής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκατής, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]