σκατής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From σκατό (skató).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]σκατής • (skatís) m (feminine σκατιά, neuter σκατί)
- (vulgar, colloquial) shit-brown, shit-coloured (brown like faeces)
- Είναι πολύ άσχημη αυτή η σκατιά γραβάτα που φοράει.
- Eínai polý áschimi aftí i skatiá graváta pou foráei.
- That shit-brown tie he's wearing is very ugly.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σκατής (skatís) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιοί (skatioí) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) | |
genitive | σκατή (skatí) σκατιού (skatioú) |
σκατιάς (skatiás) | σκατιού (skatioú) | σκατιών (skatión) | σκατιών (skatión) | σκατιών (skatión) | |
accusative | σκατή (skatí) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιούς (skatioús) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) | |
vocative | σκατή (skatí) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιοί (skatioí) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκατής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκατής, etc.)
Synonyms
[edit]- see: σκατουλής (skatoulís, “shit-brown”)
Related terms
[edit]- see: σκατό n (skató, “shit”)