Jump to content

σκαλισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ska.liˈzme.nos/
  • Hyphenation: σκα‧λι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

σκαλισμένος (skalisménosm (feminine σκαλισμένη, neuter σκαλισμένο)

  1. passive perfect participle of σκαλίζω (skalízo)

Declension

[edit]
Declension of σκαλισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκαλισμένος (skalisménos) σκαλισμένη (skalisméni) σκαλισμένο (skalisméno) σκαλισμένοι (skalisménoi) σκαλισμένες (skalisménes) σκαλισμένα (skalisména)
genitive σκαλισμένου (skalisménou) σκαλισμένης (skalisménis) σκαλισμένου (skalisménou) σκαλισμένων (skalisménon) σκαλισμένων (skalisménon) σκαλισμένων (skalisménon)
accusative σκαλισμένο (skalisméno) σκαλισμένη (skalisméni) σκαλισμένο (skalisméno) σκαλισμένους (skalisménous) σκαλισμένες (skalisménes) σκαλισμένα (skalisména)
vocative σκαλισμένε (skalisméne) σκαλισμένη (skalisméni) σκαλισμένο (skalisméno) σκαλισμένοι (skalisménoi) σκαλισμένες (skalisménes) σκαλισμένα (skalisména)