Jump to content

σιγανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σιγανός (siganósm (feminine σιγανή, neuter σιγανό)

  1. quiet, gentle, soft

Declension

[edit]
Declension of σιγανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σιγανός (siganós) σιγανή (siganí) σιγανό (siganó) σιγανοί (siganoí) σιγανές (siganés) σιγανά (siganá)
genitive σιγανού (siganoú) σιγανής (siganís) σιγανού (siganoú) σιγανών (siganón) σιγανών (siganón) σιγανών (siganón)
accusative σιγανό (siganó) σιγανή (siganí) σιγανό (siganó) σιγανούς (siganoús) σιγανές (siganés) σιγανά (siganá)
vocative σιγανέ (sigané) σιγανή (siganí) σιγανό (siganó) σιγανοί (siganoí) σιγανές (siganés) σιγανά (siganá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σιγανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σιγανός, etc.)

Derived terms

[edit]