σερβιτόρα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Feminine form of σερβιτόρος (servitóros).
Noun
[edit]σερβιτόρα • (servitóra) f (plural σερβιτόρες, masculine σερβιτόρος)
Declension
[edit]Declension of σερβιτόρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σερβιτόρα • | σερβιτόρες • |
genitive | σερβιτόρας • | σερβιτόρων • |
accusative | σερβιτόρα • | σερβιτόρες • |
vocative | σερβιτόρα • | σερβιτόρες • |
Related terms
[edit]- see: σερβίρω (servíro, “to serve”)