Jump to content

σερβιτόρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Feminine form of σερβιτόρος (servitóros).

Noun

[edit]

σερβιτόρα (servitóraf (plural σερβιτόρες, masculine σερβιτόρος)

  1. female waiter, waitress
  2. barmaid

Declension

[edit]
Declension of σερβιτόρα
singular plural
nominative σερβιτόρα (servitóra) σερβιτόρες (servitóres)
genitive σερβιτόρας (servitóras) σερβιτόρων (servitóron)
accusative σερβιτόρα (servitóra) σερβιτόρες (servitóres)
vocative σερβιτόρα (servitóra) σερβιτόρες (servitóres)
[edit]