From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek σερβίρω ( serbírō ) , borrowed from Italian servire ( “ to serve ” ) .
IPA (key ) : /seɾˈvi.ɾo/
Hyphenation: σερ‧βί‧ρω
σερβίρω • (servíro ) (past σέρβιρα /σερβίρισα , passive σερβίρομαι , p‑past σερβιρίστηκα , ppp σερβιρισμένος )
wait tables , wait on tables
serve
The verbs σερβίρω ( servíro ) & σερβιρίζω ( servirízo ) share forms, based on the past stem σερβιρισ-
σερβίρω, σερβιρίζω σερβίρομαι, σερβιρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
σερβίρω , σερβιρίζω
σερβίρω , σερβιρίσω
σερβίρομαι , σερβιρίζομαι
σερβαριστώ
2 sg
σερβίρεις , σερβιρίζεις
σερβίρεις , σερβιρίσεις
σερβίρεσαι , σερβιρίζεσαι
σερβαριστείς
3 sg
σερβίρει , σερβιρίζει
σερβίρει , σερβιρίσει
σερβίρεται , σερβιρίζεται
σερβαριστεί
1 pl
σερβίρουμε , (‑ομε ), σερβιρίζω , (‑ομε )
σερβίρουμε , [‑ομε ], σερβιρίσουμε , [‑ομε ]
σερβιριζόμαστε
σερβαριστούμε
2 pl
σερβίρετε , σερβιρίζετε
σερβίρετε , σερβιρίσετε
σερβίρεστε , σερβιρίζεστε , σερβιριζόσαστε
σερβαριστείτε
3 pl
σερβίρουν (ε ), σερβιρίζουν (ε )
σερβίρουν (ε ), σερβιρίσουν (ε )
σερβίρονται , σερβιρίζοναι
σερβαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
σέρβιρα , σερβίριζα
σέρβιρα , σερβίρισα
σερβαριζόμουν (α )
σερβαρίστηκα
2 sg
σέρβιρες , σερβίριζες
σέρβιρες , σερβίρισες
σερβαριζόσουν (α )
σερβαρίστηκες
3 sg
σέρβιρε , σερβίριζε
σέρβιρε , σερβίρισε
σερβαριζόταν (ε )
σερβαρίστηκε
1 pl
σερβίραμε
σερβίραμε , σερβιρίσαμε
σερβαριζόμασταν , (‑όμαστε )
σερβαριστήκαμε
2 pl
σερβίρατε
σερβίρατε , σερβιρίσατε
σερβαριζόσασταν , (‑όσαστε )
σερβαριστήκατε
3 pl
σέρβιραν , σερβίραν (ε ), σερβίριζαν
σέρβιραν , σερβίραν (ε ), σερβίρισαν
σερβίρονταν , (σερβαριζόντουσαν )
σερβαρίστηκαν , σερβαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα σερβίρω ➤
θα σερβίρω / σερβιρίσω ➤
θα σερβίρομαι ➤
θα σερβαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα σερβίρεις , …
θα σερβίρεις / σερβιρίσεις , …
θα σερβίρεσαι , …
θα σερβαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … σερβίρει / σερβιρίσει έχω, έχεις, … σερβαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … σερβαριστεί είμαι , είσαι , … σερβαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … σερβίρει / σερβιρίσει είχα, είχες, … σερβαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … σερβαριστεί ήμουν , ήσουν , … σερβαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … σερβίρει / σερβιρίσει θα έχω, θα έχεις, … σερβαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … σερβαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … σερβαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
σέρβιρε , σερβίριζε
σέρβιρε , σερβίρισε
—
σερβαρίσου
2 pl
σερβίρετε , σερβιρίζετε
σερβίρετε , σερβιρίστε
σερβίρεστε
σερβαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
σερβίροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας σερβίρει / σερβιρίσει ➤
σερβαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
σερβίρει , σερβιρίσει
σερβαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.