Jump to content

σεισμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σεισμικός (seismikósm (feminine σεισμική, neuter σεισμικό)

  1. (seismology) seismic (relating to earthquakes)
    Antonym: αντισεισμικός (antiseismikós)

Declension

[edit]
Declension of σεισμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σεισμικός (seismikós) σεισμική (seismikí) σεισμικό (seismikó) σεισμικοί (seismikoí) σεισμικές (seismikés) σεισμικά (seismiká)
genitive σεισμικού (seismikoú) σεισμικής (seismikís) σεισμικού (seismikoú) σεισμικών (seismikón) σεισμικών (seismikón) σεισμικών (seismikón)
accusative σεισμικό (seismikó) σεισμική (seismikí) σεισμικό (seismikó) σεισμικούς (seismikoús) σεισμικές (seismikés) σεισμικά (seismiká)
vocative σεισμικέ (seismiké) σεισμική (seismikí) σεισμικό (seismikó) σεισμικοί (seismikoí) σεισμικές (seismikés) σεισμικά (seismiká)