αντισεισμικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντισεισμικός • (antiseismikós) m (feminine αντισεισμική, neuter αντισεισμικό)
- (seismology) antiseismic
- Antonym: σεισμικός (seismikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισεισμικός (antiseismikós) | αντισεισμική (antiseismikí) | αντισεισμικό (antiseismikó) | αντισεισμικοί (antiseismikoí) | αντισεισμικές (antiseismikés) | αντισεισμικά (antiseismiká) | |
genitive | αντισεισμικού (antiseismikoú) | αντισεισμικής (antiseismikís) | αντισεισμικού (antiseismikoú) | αντισεισμικών (antiseismikón) | αντισεισμικών (antiseismikón) | αντισεισμικών (antiseismikón) | |
accusative | αντισεισμικό (antiseismikó) | αντισεισμική (antiseismikí) | αντισεισμικό (antiseismikó) | αντισεισμικούς (antiseismikoús) | αντισεισμικές (antiseismikés) | αντισεισμικά (antiseismiká) | |
vocative | αντισεισμικέ (antiseismiké) | αντισεισμική (antiseismikí) | αντισεισμικό (antiseismikó) | αντισεισμικοί (antiseismikoí) | αντισεισμικές (antiseismikés) | αντισεισμικά (antiseismiká) |