Jump to content

αντισεισμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισεισμικός (antiseismikósm (feminine αντισεισμική, neuter αντισεισμικό)

  1. (seismology) antiseismic
    Antonym: σεισμικός (seismikós)

Declension

[edit]
Declension of αντισεισμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισεισμικός (antiseismikós) αντισεισμική (antiseismikí) αντισεισμικό (antiseismikó) αντισεισμικοί (antiseismikoí) αντισεισμικές (antiseismikés) αντισεισμικά (antiseismiká)
genitive αντισεισμικού (antiseismikoú) αντισεισμικής (antiseismikís) αντισεισμικού (antiseismikoú) αντισεισμικών (antiseismikón) αντισεισμικών (antiseismikón) αντισεισμικών (antiseismikón)
accusative αντισεισμικό (antiseismikó) αντισεισμική (antiseismikí) αντισεισμικό (antiseismikó) αντισεισμικούς (antiseismikoús) αντισεισμικές (antiseismikés) αντισεισμικά (antiseismiká)
vocative αντισεισμικέ (antiseismiké) αντισεισμική (antiseismikí) αντισεισμικό (antiseismikó) αντισεισμικοί (antiseismikoí) αντισεισμικές (antiseismikés) αντισεισμικά (antiseismiká)