σαμποδρόμιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]σάμπα (sámpa) + -δρόμιο (-drómio), based on Portuguese sambódromo.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σαμποδρόμιο • (sampodrómio) n (plural σαμποδρόμια)
- (neologism) sambadrome (exhibition place for samba schools in Brazil)
Declension
[edit]Declension of σαμποδρόμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαμποδρόμιο • | σαμποδρόμια • |
genitive | σαμποδρομίου •, σαμποδρόμιου • | σαμποδρομίων • |
accusative | σαμποδρόμιο • | σαμποδρόμια • |
vocative | σαμποδρόμιο • | σαμποδρόμια • |