Jump to content

ρουφηγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ρουφιέμαι (roufiémai), passive voice of ρουφάω, ρουφώ (I sip).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɾu.fiɣˈme.nos/
  • Hyphenation: ρου‧φηγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ρουφηγμένος (roufigménosm (feminine ρουφηγμένη, neuter ρουφηγμένο)

  1. sipped and see ρουφάω (roufáo)
  2. hollow (of lips, cheeks)
    ρουφηγμένα χείλη, ρουφηγμένα μάγουλαroufigména cheíli, roufigména mágoulahollow lips, hollow cheeks

Declension

[edit]
Declension of ρουφηγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρουφηγμένος (roufigménos) ρουφηγμένη (roufigméni) ρουφηγμένο (roufigméno) ρουφηγμένοι (roufigménoi) ρουφηγμένες (roufigménes) ρουφηγμένα (roufigména)
genitive ρουφηγμένου (roufigménou) ρουφηγμένης (roufigménis) ρουφηγμένου (roufigménou) ρουφηγμένων (roufigménon) ρουφηγμένων (roufigménon) ρουφηγμένων (roufigménon)
accusative ρουφηγμένο (roufigméno) ρουφηγμένη (roufigméni) ρουφηγμένο (roufigméno) ρουφηγμένους (roufigménous) ρουφηγμένες (roufigménes) ρουφηγμένα (roufigména)
vocative ρουφηγμένε (roufigméne) ρουφηγμένη (roufigméni) ρουφηγμένο (roufigméno) ρουφηγμένοι (roufigménoi) ρουφηγμένες (roufigménes) ρουφηγμένα (roufigména)