Jump to content

ρομαντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

English romantic

Adjective

[edit]

ρομαντικός (romantikósm (feminine ρομαντική, neuter ρομαντικό)

  1. romantic (connected with love and romance)
    μια ρομαντική συνάντησηmia romantikí synántisia tryst, a romantic encounter
  2. Romantic (connected with that period of art, literature, music)
    η ρομαντική εποχήi romantikí epochíthe Romantic period

Declension

[edit]
Declension of ρομαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικός (romantikós) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικοί (romantikoí) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)
genitive ρομαντικού (romantikoú) ρομαντικής (romantikís) ρομαντικού (romantikoú) ρομαντικών (romantikón) ρομαντικών (romantikón) ρομαντικών (romantikón)
accusative ρομαντικό (romantikó) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικούς (romantikoús) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)
vocative ρομαντικέ (romantiké) ρομαντική (romantikí) ρομαντικό (romantikó) ρομαντικοί (romantikoí) ρομαντικές (romantikés) ρομαντικά (romantiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρομαντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρομαντικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικότερος (romantikóteros) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότεροι (romantikóteroi) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)
genitive ρομαντικότερου (romantikóterou) ρομαντικότερης (romantikóteris) ρομαντικότερου (romantikóterou) ρομαντικότερων (romantikóteron) ρομαντικότερων (romantikóteron) ρομαντικότερων (romantikóteron)
accusative ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότερους (romantikóterous) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)
vocative ρομαντικότερε (romantikótere) ρομαντικότερη (romantikóteri) ρομαντικότερο (romantikótero) ρομαντικότεροι (romantikóteroi) ρομαντικότερες (romantikóteres) ρομαντικότερα (romantikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ρομαντικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρομαντικότατος (romantikótatos) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατοι (romantikótatoi) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)
genitive ρομαντικότατου (romantikótatou) ρομαντικότατης (romantikótatis) ρομαντικότατου (romantikótatou) ρομαντικότατων (romantikótaton) ρομαντικότατων (romantikótaton) ρομαντικότατων (romantikótaton)
accusative ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατους (romantikótatous) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)
vocative ρομαντικότατε (romantikótate) ρομαντικότατη (romantikótati) ρομαντικότατο (romantikótato) ρομαντικότατοι (romantikótatoi) ρομαντικότατες (romantikótates) ρομαντικότατα (romantikótata)