ρομαντική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ρομαντική • (romantikí)
- nominative feminine singular of ρομαντικός (romantikós)
- accusative feminine singular of ρομαντικός (romantikós)
- vocative feminine singular of ρομαντικός (romantikós)
ρομαντική • (romantikí)