Jump to content

ρατσιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ρατσιστικός (ratsistikósm (feminine ρατσιστική, neuter ρατσιστικό)

  1. racist
    Antonym: αντιρατσιστικός (antiratsistikós)

Declension

[edit]
Declension of ρατσιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρατσιστικός (ratsistikós) ρατσιστική (ratsistikí) ρατσιστικό (ratsistikó) ρατσιστικοί (ratsistikoí) ρατσιστικές (ratsistikés) ρατσιστικά (ratsistiká)
genitive ρατσιστικού (ratsistikoú) ρατσιστικής (ratsistikís) ρατσιστικού (ratsistikoú) ρατσιστικών (ratsistikón) ρατσιστικών (ratsistikón) ρατσιστικών (ratsistikón)
accusative ρατσιστικό (ratsistikó) ρατσιστική (ratsistikí) ρατσιστικό (ratsistikó) ρατσιστικούς (ratsistikoús) ρατσιστικές (ratsistikés) ρατσιστικά (ratsistiká)
vocative ρατσιστικέ (ratsistiké) ρατσιστική (ratsistikí) ρατσιστικό (ratsistikó) ρατσιστικοί (ratsistikoí) ρατσιστικές (ratsistikés) ρατσιστικά (ratsistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρατσιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρατσιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]