Jump to content

αντιρατσιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιρατσιστικός (antiratsistikósm (feminine αντιπροστατευτική, neuter αντιπροστατευτικό)

  1. antiracist
    Antonym: ρατσιστικός (ratsistikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιρατσιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροστατευτικός (antiprostateftikós) αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) αντιπροστατευτικοί (antiprostateftikoí) αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká)
genitive αντιπροστατευτικού (antiprostateftikoú) αντιπροστατευτικής (antiprostateftikís) αντιπροστατευτικού (antiprostateftikoú) αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón) αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón) αντιπροστατευτικών (antiprostateftikón)
accusative αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) αντιπροστατευτικούς (antiprostateftikoús) αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká)
vocative αντιπροστατευτικέ (antiprostateftiké) αντιπροστατευτική (antiprostateftikí) αντιπροστατευτικό (antiprostateftikó) αντιπροστατευτικοί (antiprostateftikoí) αντιπροστατευτικές (antiprostateftikés) αντιπροστατευτικά (antiprostateftiká)
[edit]

Further reading

[edit]