Jump to content

πυρπολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πυρπολικός (pyrpolikósm (feminine πυρπολική, neuter πυρπολικό)

  1. incendiary

Declension

[edit]
Declension of πυρπολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πυρπολικός (pyrpolikós) πυρπολική (pyrpolikí) πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικοί (pyrpolikoí) πυρπολικές (pyrpolikés) πυρπολικά (pyrpoliká)
genitive πυρπολικού (pyrpolikoú) πυρπολικής (pyrpolikís) πυρπολικού (pyrpolikoú) πυρπολικών (pyrpolikón) πυρπολικών (pyrpolikón) πυρπολικών (pyrpolikón)
accusative πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολική (pyrpolikí) πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικούς (pyrpolikoús) πυρπολικές (pyrpolikés) πυρπολικά (pyrpoliká)
vocative πυρπολικέ (pyrpoliké) πυρπολική (pyrpolikí) πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικοί (pyrpolikoí) πυρπολικές (pyrpolikés) πυρπολικά (pyrpoliká)
[edit]