Jump to content

πυρπολικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πυρπολικό (pyrpolikón (plural πυρπολικά)

  1. (nautical) fireship

Declension

[edit]
Declension of πυρπολικό
singular plural
nominative πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικά (pyrpoliká)
genitive πυρπολικού (pyrpolikoú) πυρπολικών (pyrpolikón)
accusative πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικά (pyrpoliká)
vocative πυρπολικό (pyrpolikó) πυρπολικά (pyrpoliká)

Adjective

[edit]

πυρπολικό (pyrpolikó)

  1. accusative masculine singular of πυρπολικός (pyrpolikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of πυρπολικός (pyrpolikós)

Further reading

[edit]