πυραυλικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πύραυλ(ος) (pýravl(os), “rocket”) + -ικός (-ikós, suffix for adjectives denoting reference).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πυραυλικός • (pyravlikós) m (feminine πυραυλική, neuter πυραυλικό)
- related to rockets as missile
- πυραυλικά όπλα ― pyravliká ópla ― rocket weapons
- πυραυλικές εγκαταστάσεις ― pyravlikés egkatastáseis ― facilities of rocket weapons
Declension
[edit]Declension of πυραυλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυραυλικός • | πυραυλική • | πυραυλικό • | πυραυλικοί • | πυραυλικές • | πυραυλικά • |
genitive | πυραυλικού • | πυραυλικής • | πυραυλικού • | πυραυλικών • | πυραυλικών • | πυραυλικών • |
accusative | πυραυλικό • | πυραυλική • | πυραυλικό • | πυραυλικούς • | πυραυλικές • | πυραυλικά • |
vocative | πυραυλικέ • | πυραυλική • | πυραυλικό • | πυραυλικοί • | πυραυλικές • | πυραυλικά • |
Related terms
[edit]- and see: πύραυλος n (pýravlos, “rocket”)
- αντιπυραυλικός (antipyravlikós, “antimissile”)