Jump to content

πυραυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πύραυλ(ος) (pýravl(os), rocket) +‎ -ικός (-ikós, suffix for adjectives denoting reference).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pi.ɾa.vliˈkos/
  • Hyphenation: πυ‧ραυ‧λι‧κός

Adjective

[edit]

πυραυλικός (pyravlikósm (feminine πυραυλική, neuter πυραυλικό)

  1. related to rockets as missile
    πυραυλικά όπλαpyravliká óplarocket weapons
    πυραυλικές εγκαταστάσειςpyravlikés egkatastáseisfacilities of rocket weapons

Declension

[edit]
Declension of πυραυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πυραυλικός (pyravlikós) πυραυλική (pyravlikí) πυραυλικό (pyravlikó) πυραυλικοί (pyravlikoí) πυραυλικές (pyravlikés) πυραυλικά (pyravliká)
genitive πυραυλικού (pyravlikoú) πυραυλικής (pyravlikís) πυραυλικού (pyravlikoú) πυραυλικών (pyravlikón) πυραυλικών (pyravlikón) πυραυλικών (pyravlikón)
accusative πυραυλικό (pyravlikó) πυραυλική (pyravlikí) πυραυλικό (pyravlikó) πυραυλικούς (pyravlikoús) πυραυλικές (pyravlikés) πυραυλικά (pyravliká)
vocative πυραυλικέ (pyravliké) πυραυλική (pyravlikí) πυραυλικό (pyravlikó) πυραυλικοί (pyravlikoí) πυραυλικές (pyravlikés) πυραυλικά (pyravliká)
[edit]