αντιπυραυλικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντι- (anti-) + πυραυλικός (pyravlikós)
Adjective
[edit]αντιπυραυλικός • (antipyravlikós) m (feminine αντιπυραυλική, neuter αντιπυραυλικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπυραυλικός (antipyravlikós) | αντιπυραυλική (antipyravlikí) | αντιπυραυλικό (antipyravlikó) | αντιπυραυλικοί (antipyravlikoí) | αντιπυραυλικές (antipyravlikés) | αντιπυραυλικά (antipyravliká) | |
genitive | αντιπυραυλικού (antipyravlikoú) | αντιπυραυλικής (antipyravlikís) | αντιπυραυλικού (antipyravlikoú) | αντιπυραυλικών (antipyravlikón) | αντιπυραυλικών (antipyravlikón) | αντιπυραυλικών (antipyravlikón) | |
accusative | αντιπυραυλικό (antipyravlikó) | αντιπυραυλική (antipyravlikí) | αντιπυραυλικό (antipyravlikó) | αντιπυραυλικούς (antipyravlikoús) | αντιπυραυλικές (antipyravlikés) | αντιπυραυλικά (antipyravliká) | |
vocative | αντιπυραυλικέ (antipyravliké) | αντιπυραυλική (antipyravlikí) | αντιπυραυλικό (antipyravlikó) | αντιπυραυλικοί (antipyravlikoí) | αντιπυραυλικές (antipyravlikés) | αντιπυραυλικά (antipyravliká) |
Related terms
[edit]- and see: πύραυλος n (pýravlos, “rocket”)
- πυραυλικός (pyravlikós, “missile”)