Jump to content

πυραμιδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πυραμιδικός (pyramidikósm (feminine πυραμιδική, neuter πυραμιδικό)

  1. pyramidal, pyramidical, pyramid-shaped

Declension

[edit]
Declension of πυραμιδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πυραμιδικός (pyramidikós) πυραμιδική (pyramidikí) πυραμιδικό (pyramidikó) πυραμιδικοί (pyramidikoí) πυραμιδικές (pyramidikés) πυραμιδικά (pyramidiká)
genitive πυραμιδικού (pyramidikoú) πυραμιδικής (pyramidikís) πυραμιδικού (pyramidikoú) πυραμιδικών (pyramidikón) πυραμιδικών (pyramidikón) πυραμιδικών (pyramidikón)
accusative πυραμιδικό (pyramidikó) πυραμιδική (pyramidikí) πυραμιδικό (pyramidikó) πυραμιδικούς (pyramidikoús) πυραμιδικές (pyramidikés) πυραμιδικά (pyramidiká)
vocative πυραμιδικέ (pyramidiké) πυραμιδική (pyramidikí) πυραμιδικό (pyramidikó) πυραμιδικοί (pyramidikoí) πυραμιδικές (pyramidikés) πυραμιδικά (pyramidiká)
[edit]

Further reading

[edit]