πυραμιδικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]πυραμιδικές • (pyramidikés)
- nominative feminine plural of πυραμιδικός (pyramidikós)
- accusative feminine plural of πυραμιδικός (pyramidikós)
- vocative feminine plural of πυραμιδικός (pyramidikós)