προσωπικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From προσωπικός (prosopikós, “personal”) + -ότητα (-ótita, “-ity”). Calque of French personnalité. First attested 1848.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]προσωπικότητα • (prosopikótita) f (plural προσωπικότητες)
- character, personality
- Έχει ισχυρή προσωπικότητα.
- He has a strong personality.
- Έχει ισχυρή προσωπικότητα.
- personality (in show business, sport, etc)
- Ο κόσμος συγκεντρώθηκε να δει τις προσωπικότητες από το Hollywood.
- People gathered to see the personalities from Hollywood
- Ο κόσμος συγκεντρώθηκε να δει τις προσωπικότητες από το Hollywood.
- influential person
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσωπικότητα (prosopikótita) | προσωπικότητες (prosopikótites) |
genitive | προσωπικότητας (prosopikótitas) | προσωπικοτήτων (prosopikotíton) |
accusative | προσωπικότητα (prosopikótita) | προσωπικότητες (prosopikótites) |
vocative | προσωπικότητα (prosopikótita) | προσωπικότητες (prosopikótites) |
Related terms
[edit]- πρόσωπο (prósopo)
Further reading
[edit]- προσωπικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- προσωπικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el