προσεταιριστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]προσεταιριστικός • (prosetairistikós) m (feminine προσεταιριστική, neuter προσεταιριστικό)
- (mathematics) associative (algebraic property of an operator)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προσεταιριστικός (prosetairistikós) | προσεταιριστική (prosetairistikí) | προσεταιριστικό (prosetairistikó) | προσεταιριστικοί (prosetairistikoí) | προσεταιριστικές (prosetairistikés) | προσεταιριστικά (prosetairistiká) | |
genitive | προσεταιριστικού (prosetairistikoú) | προσεταιριστικής (prosetairistikís) | προσεταιριστικού (prosetairistikoú) | προσεταιριστικών (prosetairistikón) | προσεταιριστικών (prosetairistikón) | προσεταιριστικών (prosetairistikón) | |
accusative | προσεταιριστικό (prosetairistikó) | προσεταιριστική (prosetairistikí) | προσεταιριστικό (prosetairistikó) | προσεταιριστικούς (prosetairistikoús) | προσεταιριστικές (prosetairistikés) | προσεταιριστικά (prosetairistiká) | |
vocative | προσεταιριστικέ (prosetairistiké) | προσεταιριστική (prosetairistikí) | προσεταιριστικό (prosetairistikó) | προσεταιριστικοί (prosetairistikoí) | προσεταιριστικές (prosetairistikés) | προσεταιριστικά (prosetairistiká) |