Jump to content

προσεταιριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προσεταιριστικός (prosetairistikósm (feminine προσεταιριστική, neuter προσεταιριστικό)

  1. (mathematics) associative (algebraic property of an operator)

Declension

[edit]
Declension of προσεταιριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεταιριστικός (prosetairistikós) προσεταιριστική (prosetairistikí) προσεταιριστικό (prosetairistikó) προσεταιριστικοί (prosetairistikoí) προσεταιριστικές (prosetairistikés) προσεταιριστικά (prosetairistiká)
genitive προσεταιριστικού (prosetairistikoú) προσεταιριστικής (prosetairistikís) προσεταιριστικού (prosetairistikoú) προσεταιριστικών (prosetairistikón) προσεταιριστικών (prosetairistikón) προσεταιριστικών (prosetairistikón)
accusative προσεταιριστικό (prosetairistikó) προσεταιριστική (prosetairistikí) προσεταιριστικό (prosetairistikó) προσεταιριστικούς (prosetairistikoús) προσεταιριστικές (prosetairistikés) προσεταιριστικά (prosetairistiká)
vocative προσεταιριστικέ (prosetairistiké) προσεταιριστική (prosetairistikí) προσεταιριστικό (prosetairistikó) προσεταιριστικοί (prosetairistikoí) προσεταιριστικές (prosetairistikés) προσεταιριστικά (prosetairistiká)