προσεταιριστικό
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]προσεταιριστικό • (prosetairistikó)
- accusative masculine singular of προσεταιριστικός (prosetairistikós)
- nominative neuter singular of προσεταιριστικός (prosetairistikós)
- accusative neuter singular of προσεταιριστικός (prosetairistikós)
- vocative neuter singular of προσεταιριστικός (prosetairistikós)