Jump to content

προσβλητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προσβλητικός (prosvlitikósm (feminine προσβλητική, neuter προσβλητικό)

  1. insulting, offensive

Declension

[edit]
Declension of προσβλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσβλητικός (prosvlitikós) προσβλητική (prosvlitikí) προσβλητικό (prosvlitikó) προσβλητικοί (prosvlitikoí) προσβλητικές (prosvlitikés) προσβλητικά (prosvlitiká)
genitive προσβλητικού (prosvlitikoú) προσβλητικής (prosvlitikís) προσβλητικού (prosvlitikoú) προσβλητικών (prosvlitikón) προσβλητικών (prosvlitikón) προσβλητικών (prosvlitikón)
accusative προσβλητικό (prosvlitikó) προσβλητική (prosvlitikí) προσβλητικό (prosvlitikó) προσβλητικούς (prosvlitikoús) προσβλητικές (prosvlitikés) προσβλητικά (prosvlitiká)
vocative προσβλητικέ (prosvlitiké) προσβλητική (prosvlitikí) προσβλητικό (prosvlitikó) προσβλητικοί (prosvlitikoí) προσβλητικές (prosvlitikés) προσβλητικά (prosvlitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσβλητικός, etc.)