προσβλητικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]προσβλητικά • (prosvlitiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of προσβλητικός (prosvlitikós).
Adverb
[edit]προσβλητικά • (prosvlitiká)
προσβλητικά • (prosvlitiká)
προσβλητικά • (prosvlitiká)