Jump to content

προπαροξύτονος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From προ- (pro-, before) +‎ πᾰροξῠ́τονος (paroxútonos).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

προπᾰροξῠ́τονος (proparoxútonosm or f (neuter προπᾰροξῠ́τονον); second declension

  1. (grammar) proparoxytone

Inflection

[edit]

See also

[edit]

References

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek προπαροξύτονος (proparoxútonos).

Adjective

[edit]

προπαροξύτονος (proparoxýtonosm (feminine προπαροξύτονη, neuter προπαροξύτονο)

  1. (grammar, linguistics) proparoxytone, (of a word) having a stressed antepenultimate

Declension

[edit]
Declension of προπαροξύτονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προπαροξύτονος (proparoxýtonos) προπαροξύτονη (proparoxýtoni) προπαροξύτονο (proparoxýtono) προπαροξύτονοι (proparoxýtonoi) προπαροξύτονες (proparoxýtones) προπαροξύτονα (proparoxýtona)
genitive προπαροξύτονου (proparoxýtonou) προπαροξύτονης (proparoxýtonis) προπαροξύτονου (proparoxýtonou) προπαροξύτονων (proparoxýtonon) προπαροξύτονων (proparoxýtonon) προπαροξύτονων (proparoxýtonon)
accusative προπαροξύτονο (proparoxýtono) προπαροξύτονη (proparoxýtoni) προπαροξύτονο (proparoxýtono) προπαροξύτονους (proparoxýtonous) προπαροξύτονες (proparoxýtones) προπαροξύτονα (proparoxýtona)
vocative προπαροξύτονε (proparoxýtone) προπαροξύτονη (proparoxýtoni) προπαροξύτονο (proparoxýtono) προπαροξύτονοι (proparoxýtonoi) προπαροξύτονες (proparoxýtones) προπαροξύτονα (proparoxýtona)

See also

[edit]