προξενώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek προξενῶ (proxenô, “to be a consul, to deal with matters”).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προξενώ • (proxenó) (past προξένησα, passive προξενούμαι, p‑past προξενήθηκα)
- (transitive) to cause
- Synonym: προκαλώ (prokaló)
Conjugation
[edit]προξενώ, προξενούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προξενώ | προξενήσω | προξενούμαι | προξενηθώ |
2 sg | προξενείς | προξενήσεις | προξενείσαι | προξενηθείς |
3 sg | προξενεί | προξενήσει | προξενείται | προξενηθεί |
1 pl | προξενούμε | προξενήσουμε, [-ομε] | προξενούμαστε | προξενηθούμε |
2 pl | προξενείτε | προξενήσετε | προξενείστε | προξενηθείτε |
3 pl | προξενούν(ε) | προξενήσουν(ε) | προξενούνται | προξενηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προξενούσα | προξένησα | [προξενούμουν(α)] | προξενήθηκα |
2 sg | προξενούσες | προξένησες | [προξενούσουν(α)] | προξενήθηκες |
3 sg | προξενούσε | προξένησε | προξενούνταν, {προξενείτο} | προξενήθηκε |
1 pl | προξενούσαμε | προξενήσαμε | προξενούμασταν, (‑ούμαστε) | προξενηθήκαμε |
2 pl | προξενούσατε | προξενήσατε | [προξενούσασταν, (‑ούσαστε)] | προξενηθήκατε |
3 pl | προξενούσαν(ε) | προξένησαν, προξενήσαν(ε) | προξενούνταν, {προξενούντο} | προξενήθηκαν, προξενηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προξενώ ➤ | θα προξενήσω ➤ | θα προξενούμαι ➤ | θα προξενηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προξενείς, … | θα προξενήσεις, … | θα προξενείσαι, … | θα προξενηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προξενήσει έχω, έχεις, … προξενημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προξενηθεί είμαι, είσαι, … προξενημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προξενήσει είχα, είχες, … προξενημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προξενηθεί ήμουν, ήσουν, … προξενημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προξενήσει θα έχω, θα έχεις, … προξενημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προξενηθεί θα είμαι, θα είσαι, … προξενημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | προξένησε | — | προξενήσου |
2 pl | προξενείτε | προξενήστε | προξενείστε | προξενηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προξενώντας ➤ | προξενούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προξενήσει ➤ | προξενημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προξενήσει | προξενηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- προξενείο n (proxeneío)
- προξενεύω (proxenévo)
- προξενητής m (proxenitís)
- προξενικός (proxenikós)
- προξενιό n (proxenió)
- πρόξενος m or f (próxenos)
References
[edit]- ^ προξενώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language