προξενείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πρόξενος (próxenos, “consul”) + -είο (-eío, “place suffix”).
Noun
[edit]προξενείο • (proxeneío) n (plural προξενεία)
Declension
[edit]Declension of προξενείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προξενείο • | προξενεία • |
genitive | προξενείου • | προξενείων • |
accusative | προξενείο • | προξενεία • |
vocative | προξενείο • | προξενεία • |
Related terms
[edit]- πρόξενος m or f (próxenos, “consul”)