Jump to content

προγεστερόνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French progestérone.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.ɣe.steˈɾo.ni/
  • Hyphenation: προ‧γε‧στε‧ρό‧νη

Noun

[edit]

προγεστερόνη (progesterónif (plural προγεστερόνες)

  1. (biochemistry) progesterone
    • 2020 February 24, Jacob Sousis, “Η προγεστερόνη θα μπορούσε να αποτρέψει χιλιάδες αποβολές ετησίως”, in capital.gr [capital.gr]‎[1], retrieved 31 March 2024:
      Η χορήγηση προγεστερόνης σε γυναίκες που παρουσιάζουν αιμορραγία στην αρχή της εγκυμοσύνης και έχουν ιστορικό αποβολών, θα μπορούσε να αποτρέψει πολλές χιλιάδες αποβολές κάθε χρόνο.
      I chorígisi progesterónis se gynaíkes pou parousiázoun aimorragía stin archí tis egkymosýnis kai échoun istorikó apovolón, tha boroúse na apotrépsei pollés chiliádes apovolés káthe chróno.
      Giving progesterone to women who bleed early in pregnancy and have a medical history of miscarriage could prevent many thousands of miscarriages each year.

Declension

[edit]
singular plural
nominative προγεστερόνη (progesteróni) προγεστερόνες (progesterónes)
genitive προγεστερόνης (progesterónis) προγεστερονών (progesteronón)
accusative προγεστερόνη (progesteróni) προγεστερόνες (progesterónes)
vocative προγεστερόνη (progesteróni) προγεστερόνες (progesterónes)

Further reading

[edit]