προγεστερόνη
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French progestérone.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]προγεστερόνη • (progesteróni) f (plural προγεστερόνες)
- (biochemistry) progesterone
- 2020 February 24, Jacob Sousis, “Η προγεστερόνη θα μπορούσε να αποτρέψει χιλιάδες αποβολές ετησίως”, in capital.gr [capital.gr][1], retrieved 31 March 2024:
- Η χορήγηση προγεστερόνης σε γυναίκες που παρουσιάζουν αιμορραγία στην αρχή της εγκυμοσύνης και έχουν ιστορικό αποβολών, θα μπορούσε να αποτρέψει πολλές χιλιάδες αποβολές κάθε χρόνο.
- I chorígisi progesterónis se gynaíkes pou parousiázoun aimorragía stin archí tis egkymosýnis kai échoun istorikó apovolón, tha boroúse na apotrépsei pollés chiliádes apovolés káthe chróno.
- Giving progesterone to women who bleed early in pregnancy and have a medical history of miscarriage could prevent many thousands of miscarriages each year.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προγεστερόνη (progesteróni) | προγεστερόνες (progesterónes) |
genitive | προγεστερόνης (progesterónis) | προγεστερονών (progesteronón) |
accusative | προγεστερόνη (progesteróni) | προγεστερόνες (progesterónes) |
vocative | προγεστερόνη (progesteróni) | προγεστερόνες (progesterónes) |
Further reading
[edit]- προγεστερόνη - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
- προγεστερόνη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- προγεστερόνη - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- προγεστερόνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el