Jump to content

προγαμιαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek προγαμιαίος (progamiaíos). By surface analysis, προ- (pro-) +‎ γάμ(ος) (gám(os)) +‎ -ιαίος (-iaíos).[1]

Adjective

[edit]

προγαμιαίος (progamiaíosm (feminine προγαμιαία, neuter προγαμιαίο)

  1. (marriage) premarital, premarriage, prematrimonial, prenuptial
    προγαμιαία συμφωνίαprogamiaía symfoníaprenuptial agreement

Declension

[edit]
Declension of προγαμιαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προγαμιαίος (progamiaíos) προγαμιαία (progamiaía) προγαμιαίο (progamiaío) προγαμιαίοι (progamiaíoi) προγαμιαίες (progamiaíes) προγαμιαία (progamiaía)
genitive προγαμιαίου (progamiaíou) προγαμιαίας (progamiaías) προγαμιαίου (progamiaíou) προγαμιαίων (progamiaíon) προγαμιαίων (progamiaíon) προγαμιαίων (progamiaíon)
accusative προγαμιαίο (progamiaío) προγαμιαία (progamiaía) προγαμιαίο (progamiaío) προγαμιαίους (progamiaíous) προγαμιαίες (progamiaíes) προγαμιαία (progamiaía)
vocative προγαμιαίε (progamiaíe) προγαμιαία (progamiaía) προγαμιαίο (progamiaío) προγαμιαίοι (progamiaíoi) προγαμιαίες (progamiaíes) προγαμιαία (progamiaía)

Coordinate terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ προγαμιαίος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language